ἔπαινος

ἔπαινος
ἔπαινος, ου, ὁ (s. prec. entry; Simonides, Pind., Hdt.+).
the act of expressing admiration or approval, praise, approval, recognition
toward humans (freq. in honorific ins)
α. from humans ἔκ τινος 1 Cl 30:6; Ro 2:29; 13:3. εἰς ἔπαινόν τινος to give recognition to someone 1 Pt 2:14 (WvanUnnik, NTS 2, ’55, 198–202, w. ref. to Diod S 15, 1, 1). ὁ ἀδελφός, οὗ ὁ ἔ. ἐν τ. εὐαγγελίῳ διὰ πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν the brother whose fame in connection with the gospel has gone through all the churches 2 Cor 8:18.
β. from God (cp. Wsd 15:19; Just., D. 123, 4) 1 Cl 30:6; Ro 2:29 (AFridrichsen, Symbolae Arctoae 1, 1922, 39–49). ὁ ἔ. γενήσεται ἑκάστῳ ἀπὸ τ. θεοῦ 1 Cor 4:5 (on ἔ. γίνεταί τινι cp. SIG 304, 24).—εἰς ἔ. καὶ δόξαν (for the combination of the two nouns cp. IPriene 53, 15 [II B.C.] ἀξίως ἐπαίνου καὶ τιμῶν ποιεῖσθαι τ. κρίσεις; 199, 9 [I B.C.]; Dio Chrys. 14 [31], 111 δόξα κ. ἔ. 1 Ch 16:27; s. b below) 1 Pt 1:7 (w. τιμή and δόξα; for the honorific aspect, cp. IPriene 53, 15 ἐ. w. τιμή; 119, 9 ἐ. w. δόξα).
toward God (cp. Ps 21:26; 34:28; Sir 39:10; concrete ‘song of praise’ in God’s honor: Diod S 3, 73, 5; Arrian, Anab. 7, 3, 3 ἔπαινοι θεῶν) εἰς δόξαν καὶ ἔ. (s. aβ above) θεοῦ Phil 1:11; cp. Eph 1:6, 12, 14.
a thing worthy of praise (Sir 39:10 ἔ. αὐτοῦ=‘what is praiseworthy in him/his praiseworthy deeds’) Phil 4:8. B. 1189.—DELG s.v. αἶνος. M-M. EDNT. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επαινός — ἐπαινος, ή, όν (Α) (μόνο στο θηλ.) ως χαρακτηριστικό επίθ. τής Περσεφόνης στον Όμηρο και Ησίοδο) δεινή, φοβερή («Ζεύς τε καταχθόνιος καὶ ἐπαινὴ Περσεφόνεια», Ομ. Ιλ.) επίσης τής Εκάτης, στον Λουκιανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αινός «δεινός, φοβερός»] …   Dictionary of Greek

  • ἔπαινος — approval masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπαινος — (I) ο (AM ἔπαινος) η ενέργεια τού επαινώ, επιδοκιμασία, επαινετικός λόγος, εγκώμιο νεοελλ. δημόσια αναγνώριση και διακήρυξη τών αρετών κάποιου, ηθική ανταμοιβή («ἐπαινος ανδρείας») μσν. 1. (για τον θεό) δόξα 2. (ως προσφώνηση) μακάριος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • έπαινος — ο 1. έκφραση επιδοκιμασίας, εγκωμίαση προσώπου ή πράξης του, εγκώμιο, επαινετικά λόγια. 2. είδος ηθικής αμοιβής: Ο Πέτρος πήρε βραβείο κι ο Παντελής έπαινο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μισθὸς ἀρετὴς ἔπαινος. — См. По заслуге и почет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἥδιστον ἄκουσμα ἔπαινος. — См. Хвалы приманчивы; как их не пожелать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἐπαίνω — ἔπαινος approval masc nom/voc/acc dual ἔπαινος approval masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαινή — ἐπαινός awesome fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαινήν — ἐπαινός awesome fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαίνοις — ἔπαινος approval masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαίνου — ἔπαινος approval masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”